ψήστης

ψήστης
ο жаровня для кофе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψήστης" в других словарях:

  • ψήστης — ο, Ν 1. σκεύος για το καβούρντισμα τού καφέ, καβουρντιστήρι 2. υπάλληλος ψησταριάς που αναλαμβάνει το ψήσιμο τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα τού ἕψω / ψήνω + επίθημα της*] …   Dictionary of Greek

  • εψητής — ἑψητής, ὁ (Α) [ἕψω] 1. αυτός που βράζει κάτι, που μαγειρεύει, ο ψήστης 2. αυτός που λειώνει με μεταλλεύματα …   Dictionary of Greek

  • ψησταριά — η, Ν 1. συσκευή για το ψήσιμο κρέατος 2. συνεκδ. ταβέρνα όπου ψήνεται και σερβίρεται κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. αριά (πρβλ. ζυγ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • ψηστιέρα — η, Ν οικιακή συσκευή για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. ιέρα (πρβλ. ζαχαρ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • ψηστικά — τα, Ν [ψήστης] αμοιβή για το ψήσιμο φαγητού σε φούρνο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»